Η κατάθλιψη έχει ταυτιστεί στο μυαλό των περισσότερων από εμάς με το συναίσθημα της θλίψης. Χρειάζεται όμως να διευκρινίσουμε ότι η θλίψη είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που βιώνουμε όλοι σε κάποιες περιόδους της ζωής μας, ιδίως όταν έχει προηγηθεί μια απώλεια (π.χ. πένθος, χωρισμός, απόλυση κ.λπ.).
Το χαρακτηριστικότερο ίσως στην κατάθλιψη είναι το αίσθημα αβοηθησίας και απελπισίας, η αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει νόημα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να βελτιώσουμε την κατάστασή μας.
Συνοπτικά, τα συμπτώματα της κατάθλιψης περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
- Αίσθημα κενού, απάθειας, θλίψης, αβοηθησίας ή απελπισίας.
- Αισθήματα ενοχής, αναξιότητας και αυτο-επικριτικές σκέψεις.
- Απώλεια ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης από έως τότε ευχάριστες δραστηριότητες (χόμπι, κοινωνικές συναναστροφές, σεξουαλικές επαφές κ.λπ.).
- Αίσθημα κόπωσης, έλλειψη ενέργειας.
- Δυσκολίες συγκέντρωσης, μνήμης, δυσκολία στη λήψη αποφάσεων.
- Δυσκολίες στον ύπνο (αϋπνία, πρωινή αφύπνιση, υπερυπνία).
- Απώλεια ή αύξηση της όρεξης και αντίστοιχες αλλαγές βάρους.
- Σκέψεις γύρω από το θάνατο ή την αυτοκτονία.
- Ευερεθιστότητα, εκνευρισμός.
- Σωματικά συμπτώματα χωρίς οργανική αιτία (π.χ. πόνοι στην κοιλιά, πονοκέφαλοι, μυϊκοί πόνοι).
Ασφαλώς κάθε άτομο βιώνει διαφορετικά την κατάθλιψη και δεν εμφανίζουν όλοι απαραίτητα όλα τα παραπάνω συμπτώματα. Για παράδειγμα, οι γυναίκες συνήθως βιώνουν αισθήματα θλίψης, αναξιότητας και ενοχής, ενώ οι άντρες μπορεί να είναι περισσότερο ευερέθιστοι, κουρασμένοι, να χάνουν το ενδιαφέρον τους για τις έως τότε ασχολίες τους και να δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Επίσης, ενίοτε οι άντρες που υποφέρουν από κατάθλιψη καταφεύγουν στη χρήση αλκοόλ ή ουσιών, εργάζονται περισσότερο για να μη σκέφτονται ή εμπλέκονται σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές (π.χ. γρήγορη οδήγηση).
Ενώ πολλοί από εμάς μπορεί παροδικά να έχουμε νιώσει ορισμένα από τα παραπάνω συμπτώματα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πάσχουμε από κατάθλιψη. Αυτό που χρειάζεται να μας κινητοποιήσει για να αναζητήσουμε βοήθεια είναι η διαπίστωση ότι επηρεάζεται η λειτουργικότητά μας, δηλαδή η ικανότητά μας να εργαζόμαστε, να σχετιζόμαστε με τους άλλους και να απολαμβάνουμε τη ζωή.
Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από την προσωπικότητα του καθενός μας, αλλά και από τις πιθανές αιτίες πίσω από την κατάθλιψη που βιώνουμε. Έτσι, μπορεί η κατάθλιψη να αποτελεί αντίδραση σε κάποια πρόσφατη αλλαγή στη ζωή μας (π.χ. διαζύγιο, απόλυση, μετακόμιση σε νέο περιβάλλον, πένθος), αλλά συχνότερα αποτελεί σύμπτωμα του γενικότερου τρόπου με τον οποίο έχουμε μάθει να λειτουργούμε, να σχετιζόμαστε με τους άλλους, να αναγνωρίζουμε και να υπερασπιζόμαστε τις ανάγκες μας.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να μας βοηθήσει να διερευνήσουμε τις κρυφές πτυχές των δυσκολιών μας και να αντιμετωπίσουμε τις συνθήκες της ζωής μας που αποσταθεροποιούν την ισορροπία μας.
Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει όσους δεν επιθυμούν να ξεκινήσουν μια ψυχοθεραπευτική προσπάθεια, όμως συνήθως τα αποτελέσματα είναι παροδικά, καθώς οι ψυχικές δυσκολίες παραμένουν.
Σε περίπτωση που τα συμπτώματα είναι έντονα και παρεμποδίζουν την καθημερινή ζωή του ατόμου ένας συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας είναι συνήθως η καλύτερη επιλογή.